- συγκεκαλυμμένος
- η , ο[ν] скрытый; замаскированный, завуалированный;
συγκεκαλυμμένοςες φράσεις — завуалированные фразы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκεκαλυμμένοςες φράσεις — завуалированные фразы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκεκαλυμμένος — συγκαλύπτω cover perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκαλυμμένως — ΝΑ, και συγκαλυμμένα Ν επίρρ. κρυφά, όχι φανερά νεοελλ. συγκεχυμένα, με περιστροφές, διφορούμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκαλυμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού συγκαλύπτω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek